lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρατώ στα πολωνική

Λέξη:
κρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (9):
chwytać, dotrzymywać, dzierżyć, pamiętać, pozostać, pozostawać, trzymać, utrzymywać, wstrzymać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κρατώ, κρατώ το ίσο, κρατώ συνώνυμα, κρατώ παράγωγα, κρατώ κλίση, κρατώ κακία, κρατώ στα πολωνική, chwytać στα ελληνικά
κρατώ στα πολωνική