κτηνώδης στα αγγλικά κτηνώδης στα τσεχική κτηνώδης στα γερμανικά κτηνώδης στα γαλλικά κτηνώδης στα ρωσικά κτηνώδης στα αλβανικά κτηνώδης στα φινλανδικά κτηνώδης στα ουγγρική
βασανίζω στα νορβηγικά μοναδικός στα ουκρανικά κώνος στα δανική διάλειμμα στα ουκρανικά αφοπλισμός στα νορβηγικά
μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών κώνος εμπειρίας dale πυρηνικόσ αφοπλισμόσ διάλειμμα ετυμολογία