lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ληστεύω στα πολωνική

Λέξη:
ληστεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
rabować, zrabować, łupić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ληστεύω, ληστεύω στα πολωνική, rabować στα ελληνικά
ληστεύω στα πολωνική