lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεγαλώνω στα πολωνική

Λέξη:
μεγαλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
rosnąć, urastać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μεγαλώνω, μεγαλώνω τις προτάσεις, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου μιράντα σιδερά, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω συνώνυμα, μεγαλώνω στα πολωνική, rosnąć στα ελληνικά
μεγαλώνω στα πολωνική