lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνοδεύω στα πολωνική

Λέξη:
συνοδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
eskortować, konwojować, towarzyszyć
Σχετικές λέξεις:
πολωνική συνοδεύω, συνοδεύω συνώνυμα, συνοδεύω στα αγγλικά, συνοδεύω english, συνοδεύω στα πολωνική, eskortować στα ελληνικά
συνοδεύω στα πολωνική