lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τακτοποιώ στα πολωνική

Λέξη:
τακτοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (6):
porządkować, układać, uporządkować, urządzać, ułożyć, załatwiać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική τακτοποιώ, τακτοποιώ συνώνυμο, τακτοποιώ ονειροκρίτης, τακτοποιώ λεξικο, τακτοποιώ αγγλικα, τακτοποιώ στα πολωνική, porządkować στα ελληνικά
τακτοποιώ στα πολωνική