lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έλλειψη στα πορτογαλικά

Λέξη:
έλλειψη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
afastamento, ausência, carência, culpa, defeito, erro, falha, falta, faltar, penúria, perversão, tacha, vicio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά έλλειψη, έλλειψη τεστοστερόνης, έλλειψη συνώνυμα, έλλειψη συγκέντρωσης, έλλειψη σιδήρου, έλλειψη μαγνησίου, έλλειψη στα πορτογαλικά, afastamento στα ελληνικά
έλλειψη στα πορτογαλικά