lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακαθόριστος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ακαθόριστος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
abstracto, abstruso, brumoso, confuso, escuro, inarticulado, indefinido, indeterminado, indistinto, informe, vago
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ακαθόριστος, ακαθόριστος στα πορτογαλικά, abstracto στα ελληνικά
ακαθόριστος στα πορτογαλικά