lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
inválido, insignificante, nulo, defectivo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα πορτογαλικά, inválido στα ελληνικά
ανάπηρος στα πορτογαλικά