lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανησυχώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανησυχώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
afligir, agitar, alarmar, conturbar, impacientar, incomodar, inquietar, perturbar, preocupar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανησυχώ, ανησυχώ τερζής στιχοι, ανησυχώ τερζής lyrics, ανησυχώ τερζής, ανησυχώ συνώνυμο, ανησυχώ συνώνυμα, ανησυχώ στα πορτογαλικά, afligir στα ελληνικά
ανησυχώ στα πορτογαλικά