lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανθεκτικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανθεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
resistente, desmandado, desobediente, refractário, sólido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανθεκτικός, ανθεκτικόσ συνώνυμο, ανθεκτικός συνώνυμα, ανθεκτικός σταφυλόκοκκος, ανθεκτικός στα αγγλικά, ανθεκτικός παρθενικός υμένας, ανθεκτικός στα πορτογαλικά, resistente στα ελληνικά
ανθεκτικός στα πορτογαλικά