lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανιαρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανιαρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
aborrecido, aguerrido, cansado, enfadonho, gris, insípido, pesado, tedioso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανιαρός, ανιαρός συνώνυμο, ανιαρός συνώνυμα, ανιαρός στα πορτογαλικά, aborrecido στα ελληνικά
ανιαρός στα πορτογαλικά