lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αξιωματικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
αξιωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
empregado, funcionário, oficial, polícia, policial
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αξιωματικός, αξιωματικός υπηρεσίας, αξιωματικός στρατού μισθος, αξιωματικός στρατού, αξιωματικός πυροσβεστικής, αξιωματικός πολεμικού ναυτικού, αξιωματικός στα πορτογαλικά, empregado στα ελληνικά
αξιωματικός στα πορτογαλικά