lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
γενικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
básico, capital, cardinal, católico, central, colectivo, conjunto, fundos, general, genérico, geral, global, maiúscula, peral, plenário, principal, público, sumario, total, universal
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γενικός, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης λέανδρος ρακιντζής, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, γενικός διευθυντής, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας πολιτικής προστασίας, γενικός στα πορτογαλικά, básico στα ελληνικά
γενικός στα πορτογαλικά