lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γη στα πορτογαλικά

Λέξη:
γη (Αριθμός των γραμμάτων: 2)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (27):
assoalho, aterrar, base, campo, causa, chão, cosmos, desembarcar, fundamento, fundo, motivo, mundo, pavimento, pedestal, piso, planta, serra, soalho, solo, substrato, sue-lo, suporte, terra, terreno, terrestre, universo, urdidores
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γη, γη χαρτης, γη φωτια γη ρωμια, γη του πυρος, γη ποτισμενη με ιδρωτα, γη πλανητης, γη στα πορτογαλικά, assoalho στα ελληνικά
γη στα πορτογαλικά