lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γράσο στα πορτογαλικά

Λέξη:
γράσο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
banha, conjugue, cônjuge, esposo, gordo, gordura, grasno, graxa, lubrificante, marido, pomada, unto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γράσο, γράσο χαλκού, γράσο υψηλών θερμοκρασιών, γράσο τιμή, γράσο στα ρούχα, γράσο σιλικόνης, γράσο στα πορτογαλικά, banha στα ελληνικά
γράσο στα πορτογαλικά