lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεγείρω στα πορτογαλικά

Λέξη:
διεγείρω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
acidar, acirrar, acordar, animar, azular, despertar, emocionar, encorajar, estimular, exaltar, excitar, impelir, incentivar, incitar, inflamar, instigar, matizar, motivar, ocasionar, originar, provocar, reavivar, suscitar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διεγείρω, διεγείρω συνώνυμα, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω λεξικο, διεγείρω ετυμολογια, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω στα πορτογαλικά, acidar στα ελληνικά
διεγείρω στα πορτογαλικά