lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διφορούμενος στα πορτογαλικά

Λέξη:
διφορούμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
abstracto, abstruso, confuso, escuro, indefinido, indeterminado, indistinto, informe, vago
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διφορούμενος, διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος στα πορτογαλικά, abstracto στα ελληνικά
διφορούμενος στα πορτογαλικά