lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εναντίον στα πορτογαλικά

Λέξη:
εναντίον (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
a, arrimo, cara, com, contra, contrata, de, dentro, em, ena, encima, enfrente, faz, frente, inferior, junto, moderno, para, rosto, sob, sobre, sujeito, u
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εναντίον, εναντιων λεξικο, εναντίον όλων, εναντίον χριστιανόπουλος, εναντίον του θεού, εναντίον του ευρώ στρέφονται τώρα οι ελίτ της γαλλίας, εναντίον στα πορτογαλικά, a στα ελληνικά
εναντίον στα πορτογαλικά