lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευτυχισμένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ευτυχισμένος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
afortunado, alegre, contente, contento, eufórico, feliz, festivo, gozoso, jovial, jubiloso, venturoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ευτυχισμένος, ευτυχισμένος συνώνυμα, ευτυχισμένος πρίγκιπας όσκαρ ουάιλντ, ευτυχισμένος πρίγκιπας, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του οδυσσέα, ευτυχισμένος ο νέος χρόνος, ευτυχισμένος στα πορτογαλικά, afortunado στα ελληνικά
ευτυχισμένος στα πορτογαλικά