lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαφνικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ξαφνικός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
brusco, improviso, inesperado, inopinado, repentino, súbito, abrupto, íngreme
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ξαφνικός, ξαφνικός πόνος στο στομάχι, ξαφνικός πόνος στο γόνατο, ξαφνικός πόνος στην πλάτη, ξαφνικός πόνος στην κοιλιά, ξαφνικός πόνος στη μέση, ξαφνικός στα πορτογαλικά, brusco στα ελληνικά
ξαφνικός στα πορτογαλικά