lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

παρακολουθώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
παρακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
acompanhar, catar, contemplar, inspeccionar, mirar, observar, olhar, seguir, suceder, ver, vigilar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά παρακολουθώ, παρακολουθώ ταινίες online, παρακολουθώ συνώνυμα, παρακολουθώ στα γαλλικα, παρακολουθώ μαθήματα στα αγγλικά, παρακολουθώ μαθήματα, παρακολουθώ στα πορτογαλικά, acompanhar στα ελληνικά
παρακολουθώ στα πορτογαλικά