lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πράγμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
πράγμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
alvo, artigo, assunto, caso, cestito, coisa, complemento, cosa, fenómeno, fim, mira, motivo, negócio, objecto, questão, tema, tópico
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πράγμα, πράγμα συνώνυμα, πράγμα στα λατινικά, πράγμα από ω, πράγμα από υ, πράγμα από ι, πράγμα στα πορτογαλικά, alvo στα ελληνικά
πράγμα στα πορτογαλικά