lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα πορτογαλικά

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
aceso, acesso, acometida, agressão, arremetida, ataque, atentado, atraco, crise, entrada, ofensiva
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα πορτογαλικά, aceso στα ελληνικά
πρόσβαση στα πορτογαλικά