lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρωτώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
ρωτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
demanda, demandar, implorar, indagar, interrogar, interrogação, necessitar, orar, pedir, pergunta, perguntar, postular, rezar, rogar, solicitar, suplicar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ρωτώ, συχνά ρωτώ, ρωτώ στα ιταλικα, ρωτώ να μάθω την αλήθεια στίχοι, ρωτώ να μάθω την αλήθεια - νένα βενετσάνου, ρωτώ κλιση, ρωτώ στα πορτογαλικά, demanda στα ελληνικά
ρωτώ στα πορτογαλικά