lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στοργή στα πορτογαλικά

Λέξη:
στοργή (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
abalo, afectiva, afecto, afectuosidade, afecção, afeição, amor, apego, atadura, choque, comoção, doença, emoção, mal, marejada, querer, sensação, sentimento, turbulência
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στοργή, στοργή συνώνυμα, στοργή στο λαό του βασίλη δούβλη, στοργή στο λαό δούβλης, στοργή στο λαό, στοργή παπανικολάου, στοργή στα πορτογαλικά, abalo στα ελληνικά
στοργή στα πορτογαλικά