lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
χτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
acatar, ajustarias, construir, edificar, efectuar, erguer, erigir, executar, fabricar, fazer, formar, levantar, obrar, realizar, verificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χτίζω, χτίζω σωστά εμένα, χτίζω σπίτι μόνος μου, χτίζω σπίτι, χτίζω πύργους στην άμμο, χτίζω πέτρα, χτίζω στα πορτογαλικά, acatar στα ελληνικά
χτίζω στα πορτογαλικά