lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πράσινος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
green, verdant
πράσινος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nezralý, svěží, zelený
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grün
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
grøn, grønlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
verde
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vert
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acerbo, verde
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grøn, grønn
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зелен, зеленый, зелёный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grön
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjelbër
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
зялёны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
roheline
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vihreä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zelen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
zöld
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
žalia, žalias, žalsvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
verde
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
zelen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зелений, зелень, незрілий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zielony

Σχετικές λέξεις

πράσινος καφές, πράσινος δακτύλιος, πράσινος καφές superdiet, πράσινος γάτος, πράσινος καφές forum, πράσινος λόφος, πράσινος τουρισμός, πράσινος καφές superfoods, πράσινος άργιλος, πράσινος χυμός