lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προκατάληψη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anticipation, bias, preconception, prejudice, preoccupation, superstition, warning
προκατάληψη
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
anticipace, pověra, předjímání, předsudek, zaujatost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aberglaube, vorurteil, vorwegnahme, vorübersetzer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fordom, overtro, partiskhed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticipación, aviso, parcialidad, prejuicio, prevención, superstición
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anticipation, opinion, préavis, préconception, préjugé, prévention, superstition
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preavviso, preconcetto, pregiudizio, superstizione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fordom, overtro
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предвзятость, предрассудок, предубеждение, предубежденность, суеверие, упреждение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antecipation, fordom, fördom, förväntan
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предразсъдък, предубеждение, суеверие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
забабоны, прадузятасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ebausk, eelarvamus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajatus, ennakkoluulo, luulo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predrasuda
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
babona, elfogultság, előítélet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
prietaras, prietaringumas, šališkumas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aviso, parcialidade, preconceito, prejuízo, preveniam
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
povera
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
марновірство, схильність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przesąd, uprzedzenie

Σχετικές λέξεις

προκατάληψη συνώνυμα, προκατάληψη english, προκατάληψη ορισμός, προκατάληψη λεξικό, προκατάληψη ετυμολογία, προκατάληψη πρόταση, προκατάληψη και ρατσισμός, προκατάληψη και στερεότυπα, προκατάληψη έννοια, προκατάληψη αντώνυμο