lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προμηθευτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caterer, contractor, deliverer, distributor, furnisher, purveyor, supplier, vendor
προμηθευτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dodavatel, zásobitel, zásobovatel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lieferant
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
leverandør
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abastecedor, proveedor, surtidor
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
approvisionneur, chargeur, fournisseur, munitionnaire, pourvoyeur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fornitore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leverandør
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поставщик
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пастаўшчык
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szállító
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abastecedor, vendedor
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dodávateľ
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виробник, постачальник, провайдер, продавець, підприємець, підрядник, підрядчик
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dostawca

Σχετικές λέξεις

προμηθευτής τελευταίου καταφυγίου, προμηθευτήσ ηλεκτρικήσ ενέργειασ, προμηθευτήσ english, προμηθευτής γυάλινων μπουκαλιών, προμηθευτήσ καθολικήσ υπηρεσίασ, προμηθευτής η γιαγια, προμηθευτής donuts, προμηθευτής μεταφραση, προμηθευτής ορισμός, προμηθευτής πάγου