lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προσωπικό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cadre, complementing, crew, depot, man, personnel, staff
προσωπικό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mužstvo, osazenstvo, osádka, parta, personál, personální
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belegschaft, besatzung, kader, mannschaft, personal
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
mandskab, personale, stab
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dependencia, guarnición, personal, plantilla, tripulación
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antipersonnel, cadres, garnison, personnel, équipage, équipe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
equipaggio, maestranza, organico, personale
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
besetning, gjeng, kader, mannskap, personal, personale, personell, stab
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кадры, коллектив, персонал, экипаж
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besättning, kader, manskap, personal, stab
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
personel
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
персонал
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
персанал
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
meeskond, personal
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkilökunta, joukkue, porukka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
személyi, személyzet, állomány
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
personalas, įgula
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
berlinda, pessoal
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автобус, бригада, вагон, екіпаж, кадри, карета, команда, компанія, персонал, товариство, тренер, тренувати, фірма
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kadra, personel, załoga

Σχετικές λέξεις

προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό εδάφους, προσωπικό ασφαλείας, προσωπικό νεύρο, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό εδάφους (check in βαλίτσες και άλλα), προσωπικό ατύχημα οδηγού, προσωπικό ιδ. ασφάλειας, προσωπικό τάδε, προσωπικό ασφαλείας εοπυυ