lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πυκνωτής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capacitor, condenser
πυκνωτής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chladič, kondenzor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kondensator
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kondensator
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
condensador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
condensateur, condenser, condenseur, réfrigérant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
condensatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kondensator
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конденсатор
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kondensator
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кандэнсатар
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kondensaator
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kondensaattori
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kondenzator
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kondenzátor
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condensador
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
kondenzátor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конденсатор, рефрижератор, холодильник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kondensator, skraplacz

Σχετικές λέξεις

πυκνωτής εκκίνησης, πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής αυτοκινήτου, πυκνωτής πλυντηρίου, πυκνωτής κλιματιστικού, πυκνωτής λειτουργίας, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής αντιπαρασιτικός