lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα ρωσικά

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
наострить, наточить, отточить, подточить, острить, точить, натачивать, заострять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα ρωσικά, наострить στα ελληνικά
ακονίζω στα ρωσικά