lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποθαρρύνω στα ρωσικά

Λέξη:
αποθαρρύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (5):
обескураживать, отдалять, отталкивать, отчуждать, оттолкнуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποθαρρύνω, ενθαρρύνω συνώνυμα, ενθαρρύνω συνωνυμο, αποθαρρύνω συνωνυμα, αποθαρρύνω ετυμολογία, αποθαρρύνω english, αποθαρρύνω στα ρωσικά, обескураживать στα ελληνικά
αποθαρρύνω στα ρωσικά