αστυφύλακας στα αγγλικά αστυφύλακας στα τσεχική αστυφύλακας στα γερμανικά αστυφύλακας στα δανική αστυφύλακας στα ισπανικά αστυφύλακας στα γαλλικά αστυφύλακας στα ιταλικά αστυφύλακας στα νορβηγικά αστυφύλακας στα σουηδικά αστυφύλακας στα λευκορωσίας αστυφύλακας στα εσθονική αστυφύλακας στα κροατικά αστυφύλακας στα ουγγρική αστυφύλακας στα λιθουανική αστυφύλακας στα πορτογαλικά αστυφύλακας στα σλοβακική αστυφύλακας στα ουκρανικά αστυφύλακας στα πολωνική
ανδρικός στα λιθουανική εκκρίνω στα τσεχική σε στα τσεχική μητέρα στα εσθονική αλγεβρικός στα ισπανικά
σε λυπαμαι ανδρικός προστάτης μητέρα μεγαλόψυχη αλγεβρικός συμβολισμός