lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοσολογία στα ρωσικά

Λέξη:
δοσολογία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
доза, дозировать, дож
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δοσολογία, δοσολογία σπιρουλίνας, δοσολογία βιταμίνης d3, δοσολογία βασιλικού πολτού, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία xozal, δοσολογία στα ρωσικά, доза στα ελληνικά
δοσολογία στα ρωσικά