lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα ρωσικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
одобрять, хвалить, одобрить, похвалить, расхвалить, признавать, ратифицировать, утвердить, утверждать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα ρωσικά, одобрять στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα ρωσικά