lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαρτυρώ στα ρωσικά

Λέξη:
μαρτυρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
доказывать, удостоверять, подтверждать, свидетельствовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μαρτυρώ, μαρτυρώ συνώνυμα, μαρτυρώ συνωνυμα, μαρτυρώ αρχικοι χρονοι, μαρτυρώ στα ρωσικά, доказывать στα ελληνικά
μαρτυρώ στα ρωσικά