lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαυρίζω στα ρωσικά

Λέξη:
μαυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
опаливать, опалять, отапливать, палить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω, μαυρίζω στα ρωσικά, опаливать στα ελληνικά
μαυρίζω στα ρωσικά