υψώνω στα αγγλικά υψώνω στα δανική υψώνω στα ισπανικά υψώνω στα γαλλικά υψώνω στα νορβηγικά υψώνω στα σουηδικά υψώνω στα λευκορωσίας υψώνω στα ουκρανικά υψώνω στα πολωνική
δράση στα ουκρανικά σχέση στα δανική γεύομαι στα πολωνική στυλό στα σουηδικά πολύ στα φινλανδικά
πολύ πανου σχέση απο απόσταση στυλό lamy γευομαι και μαγευομαι θησείο δράση 1.1 βιολογική γεωργία