lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σέβομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
esteem, estimate, respect, revere, value
σέβομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ctít, dbát, hodnotit, ocenit, odhad, odhadnout, odhadovat, respektovat, uctít, uctívat, usoudit, vážnost, zhodnotit, úcta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
achten, beachten, ehren, respektieren, schonen, schätzen, verehren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
agte, agtelse, respekt, respektere, vurdere, ære
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bienquerer, estimar, honrar, respetar, tasar, valorizar, venerar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
considérer, estime, estimer, honorer, respecter, révérer, vénérer, évaluer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
apprezzare, calcolare, conto, onorare, pregio, rispettare, stima, stimare, valutare, venerare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
akte, aktelse, hedre, høyakte, respekt, respektere, verdsette, vurdere, ære
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оценивать, соблюдать, уважать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aktning, respekt, respektera, skona, uppskatta, värdera, värdering
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nderoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паважаць, шанаваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvioida, arvostaa, harkita, kunnioittaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
becsül, tisztelni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gerbti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apreciar, avaliar, estimar, honrar, orçar, respeitar, taxar, valorizar, venerar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поважати, уважати, шанувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
szanować

Σχετικές λέξεις

σέβομαι συνώνυμα, σέβομαι τη διαφορετικότητα, σέβομαι αντώνυμο, σέβομαι τον εαυτό μου, σέβομαι τους νεκρούς και όταν ακόμη είναι ζωντανοί, σέβομαι στα αγγλικά, σέβομαι στα αρχαία, σέβομαι ορισμός, σέβομαι λεξικο