lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σιχαίνομαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abhor, abominate, despise, detest, disgust, hate, hating, loathe
σιχαίνομαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nenávidět, opovrhovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beginnen, ekeln, gehasst, hassen, verabscheuen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
afsky, hade
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aborrecer, asquear, detestar, odiar, renegar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abhorrer, abominer, détester, exécrer, haïr, répugner, écoeurer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aborrire, detestare, disgustare, odiare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avsky, hata, hate
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
брезгать, ненавидеть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avsky, hata, vämjas
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ненавідзець
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jälestama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iljettää, inhota, kammota, vihata
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrziti
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
neapkęsti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abominar, aborrecer, renegar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
detesta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ненавидьте, ненавидіти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
brzydzić, nienawidzić

Σχετικές λέξεις

σιχαίνομαι τον εαυτο μου, σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά, σιχαίνομαι τη δουλειά μου, σιχαίνομαι συνώνυμα, σιχαίνομαι την πεθερά μου, σιχαίνομαι τα ψεματα, σιχαίνομαι το ψεμα, σιχαίνομαι την ημερα του αγιου βαλεντινου, σιχαίνομαι στα αγγλικα, σιχαίνομαι αγγλικα