lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σκόρδο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
garlic
σκόρδο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
česnek
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knoblauch, lauch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hvidløg
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ajo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ail, ciboule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aglio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hvitløk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чеснок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vitlök
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hudhër
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чесън
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
часнок
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
küüslauk
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fokhagyma, mogyoróhagyma
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
česnakas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ajo, alho
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
česen
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
cesnak
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czosnek

Σχετικές λέξεις

σκόρδο ιδιότητες, σκόρδο μυρωδιά, σκόρδο και υγεία, σκόρδο σε κάψουλες, σκόρδο σε σκόνη, σκόρδο οφέλη, σκόρδο granule, σκόρδο άγριο, σκόρδο δρίσκας, σκόρδο πίεση