lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σοκάκι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alley, avenue, backstreet, lane, mew
σοκάκι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cesta, dráha, ulička
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bahn, gasse, straße, weg
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
grind, stræde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calle, calleja, callejuela, callejón, camino
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chemin, cul-de-sac, ruelle, venelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vicolo, viuzza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bakgata, grind, sidegate, strede
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
закоулок, переулок, улочка
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bakgata, gränd, prång
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
завулак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tee
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuja, tie
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
put
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
köz, sikátor
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gatvelė, skersgatvis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
beco, cale, caleja
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
cesta
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
алея, вуличка, дорога, перевулок, провулок, путь, стежка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uliczka, zaułek

Σχετικές λέξεις

σοκάκι χερσονησος, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, σοκάκι συνώνυμα, μακρύ σοκάκι, το σοκάκι, γιαχνί σοκάκι