lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτοπεποίθηση στα σουηδικά

Λέξη:
αυτοπεποίθηση (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
lit, förtroende, tillit, tilltro, tro, bekännelse, bikt, tillförsikt
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση συνώνυμα, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση παιδιού, αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα σουηδικά, lit στα ελληνικά
αυτοπεποίθηση στα σουηδικά