lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γέρος στα σουηδικά

Λέξη:
γέρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
ålderdomlig, antik, antikvitet, föråldrad, förgången, forntida, förra, gammal
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά γέρος, γέροσ ονειροκρίτησ, γέροσ δημήτρησ, γέρος του μοριά, γέρος της δημοκρατίας, γέρος τα ξύλα που ’εκοψε στην πλάτη κουβαλούσε κι αφού κουράστηκε πολύ το θάνατο καλούσε, γέρος στα σουηδικά, ålderdomlig στα ελληνικά
γέρος στα σουηδικά