lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γονατίζω στα σουηδικά

Λέξη:
γονατίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά γονατίζω, δε γονατίζω, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ, γονατίζω για να βάλω δύναμη να σηκωθώ, γονατίζω στα σουηδικά, knäböja στα ελληνικά
γονατίζω στα σουηδικά