lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταγωγή στα σουηδικά

Λέξη:
καταγωγή (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
avstämning, börd, härkomst, proveniens, ursprung
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά καταγωγή, καταγωγή φουρέιρα, καταγωγή των ελλήνων, καταγωγή των ειδών, καταγωγή τσίπρα, καταγωγή τούρκων, καταγωγή στα σουηδικά, avstämning στα ελληνικά
καταγωγή στα σουηδικά