κουτσομπολεύω στα αγγλικά κουτσομπολεύω στα τσεχική κουτσομπολεύω στα γερμανικά κουτσομπολεύω στα ισπανικά κουτσομπολεύω στα γαλλικά κουτσομπολεύω στα ιταλικά κουτσομπολεύω στα νορβηγικά κουτσομπολεύω στα ρωσικά κουτσομπολεύω στα πολωνική
γεμίζω στα λευκορωσίας βούρτσα στα τσεχική μαργαρίνη στα ρωσικά περιφέρεια στα τσεχική πολυτέλεια στα ουκρανικά
βούρτσα ξυρίσματος περιφέρεια στερεάς ελλάδας γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ μαργαρίνη ή βούτυρο προσιτή πολυτέλεια