lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πατερίτσα στα σουηδικά

Λέξη:
πατερίτσα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
jordklot, klot, krycka, kula
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά πατερίτσα, πατερίτσα συνώνυμα, πατερίτσα στα αγγλικά, πατερίτσα ετυμολογία, πατερίτσα αγγλικά, πατερίτσα english, πατερίτσα στα σουηδικά, jordklot στα ελληνικά
πατερίτσα στα σουηδικά